ἄκμονα

ἄκμονα
ἄκμων
meteoric stone
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναβολέας — Εκείνος που βοηθάει κάποιον να ανέβει σε άλογο. Επίσης, ο σιδερένιος κρίκος που κρέμεται από το εφίππιο, γνωστός και ως σκάλα. Α. λέγεται και ένα είδος χειρουργικού εργαλείου. (Ανατ.) Το μικρότερο από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στο μέσο αφτί… …   Dictionary of Greek

  • PYRACMON — unus ex Vulcani ministris, quorum operâ in fabricando utitur. Dictus ab igne et incude. Nam πῦρ Graeci ignem, et ἄκμονα incudem vocant. Virg. l. 8. Aen. v. 475. Brontesque Steropesque et nudus membra Pyracmon …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εμπυρέας — ο μηχανισμός με τον οποίο γίνεται η ανάφλεξη τού γεμίσματος που υπάρχει μέσα στην κάννη τού όπλου (αποτελείται από τη σκανδάλη, τη σφύρα και τον άκμονα) …   Dictionary of Greek

  • επιχαλκεύω — ἐπιχαλκεύω (Α) 1. χτυπώ με τη σφύρα (πυρακτωμένο μέταλλο) επάνω στον άκμονα, στο αμόνι 2. είμαι σκληρός, αμετακίνητος σαν το αμόνι («ἐπιχαλκεύειν παρέχοιμ’ ἄν» θα μπορούσες να μέ χρησιμοποιήσεις σαν να ήμουνα αμόνι, δεν θα κουνηθώ καθόλου,… …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • τυμπανοοσταριακός — ή, ό, Ν 1. ανατ. α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τυμπανικό υμένα τού αφτιού και στα ακουστικά οστάρια ταυτόχρονα 2. φρ. «τυμπανοοσταριακό σύστημα» ανατ. το σύστημα που αποτελείται από τον τυμπανικό υμένα, από τα τρία ακουστικά οστάρια,… …   Dictionary of Greek

  • Ακμονία — Αρχαία πόλη της Φρυγίας, στον ποταμό Σίνδρο, 6 χλμ. από τη Διόκλεια (στη θέση της βρίσκεται σήμερα η πόλη Ουσάκ). Ιδρύθηκε από τον βασιλιά των Σακών Άκμονα, γιο του Μάνη. Στους ρωμαϊκούς χρόνους ανήκε στη διοικητική περιφέρεια Απαμείας. Στην… …   Dictionary of Greek

  • μέσο ους — Κοιλότητα στο εσωτερικό μέρος του ακουστικού τύμπανου, που περιέχει τρία μικροσκοπικά οστάρια, τη σφύρα, τον άκμονα και τον αναβολέα, τα οποία μεταβιβάζουν τους ηχητικούς κραδασμούς και αποτελούν τμήμα του μηχανισμού της ακοής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”